μορμορωπός

μορμορωπός
μορμορωπός, όν,
A hideous to behold, Ar.Ra.925; v. μορμυρωπός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μορμορωπός — μορμορωπός, όν (Α) φοβερός ως προς την όψη, άγριος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμορος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. αγρι ωπός] …   Dictionary of Greek

  • μορμορωπά — μορμορωπός hideous to behold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”